- Ἰσοκρατικοί
- Ἰσοκρατικόςof Isocratesmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοκρατικός — ἰσοκρατικός, ή, όν (Α) [Ισοκράτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ρήτορα Ισοκράτη 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἰ Ἰσοκρατικοί οι μαθητές και οπαδοί τού Ισοκράτη … Dictionary of Greek